σανιδόφρακτος

σανιδόφρακτος
και σανιδόφραχτος, -η, -ο, Ν
(για χώρους) φραγμένος με σανίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + -φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. σιδηρό-φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Ν. Τριανταφύλλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”